εκλείπω

εκλείπω
(AM ἐκλείπω)
1. αφήνω τη ζωή, πεθαίνω (α. «ο εκλιπών» — ο νεκρός
β. «οι εκλιπόντες» — οι νεκροί)
2. παύω να υπάρχω («λοιμώδεις νόσοι που έχουν εκλείψει», «εκλείπουν τα εφόδια», «Χαῑρε δι' ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει»)
3. (για ουράνια σώματα) παθαίνω έκλειψη
μσν.
κατακρατώ
αρχ.
1. παραλείπω, αποσιωπώ
2. εγκαταλείπω
3. αφήνω κάτι ατέλειωτο
4. απομακρύνομαι, φεύγω
5. (για τόπο κατά τη διάρκεια ταξιδιού) προσπερνώ, δεν σταματώ
6. λιποθυμώ
7. (για τον σφυγμό) διαλείπω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εκλείπω — εκλείπω, (εξέλειψα) βλ. πίν. 9 Σημειώσεις: εκλείπω : χρησιμοποιείται ακόμη και ο λόγιος αόριστος σε στερεότυπες εκφράσεις όπως: εξέλιπε ο κίνδυνος και στη μτχ. εκλιπών (→ ο μακαρίτης) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἐκλείπω — leave out pres subj act 1st sg ἐκλείπω leave out pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλελειμμένα — ἐκλείπω leave out perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐκλελειμμένᾱ , ἐκλείπω leave out perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐκλελειμμένᾱ , ἐκλείπω leave out perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλείπετε — ἐκλείπω leave out pres imperat act 2nd pl ἐκλείπω leave out pres ind act 2nd pl ἐκλείπω leave out imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλείπῃ — ἐκλείπω leave out pres subj mp 2nd sg ἐκλείπω leave out pres ind mp 2nd sg ἐκλείπω leave out pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλειπόμενον — ἐκλείπω leave out pres part mp masc acc sg ἐκλείπω leave out pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλειπόντων — ἐκλείπω leave out pres part act masc/neut gen pl ἐκλείπω leave out pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλειφθέντα — ἐκλείπω leave out aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐκλείπω leave out aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλελειμμέναι — ἐκλείπω leave out perf part mp fem nom/voc pl ἐκλελειμμένᾱͅ , ἐκλείπω leave out perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλελειμμένον — ἐκλείπω leave out perf part mp masc acc sg ἐκλείπω leave out perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”